΄΄ στα εξ ων συνετέθη ΄΄

 


Στριμώχνεται ο αέρας, λοξοδρομεί και κάνει τους παπάδες από τα μοδάτα τζάκια της πόλης να βγάζουν φωνές σαν κλάμα στο καταμεσήμερο.

Σαν τότε που η μάνα μας φώναζε να βγούμε από τη θάλασσα στη ντάλα του μεσημεριού, να φάμε ότι υπήρχε στο τραπέζι και να πέσουμε για το μεσημεριανό ύπνο. Να ανασάνει γειτονιά, να γλιτώσουμε το μπερτάκι.

Μαρτύριο εκείνος ο ύπνος που κάνεις μας τότε δεν ήθελε.

Αργότερα κυριαρχούσε η νύχτα πάνω στο βαθύ μπλε του ουρανού, πάνω στο βαθύ μπλε της θάλασσας.

Λίγο πριν, πυρακτωμένοι σωρείτες εμφανιζόταν ξαφνικά και σε λιγότερο από χρόνο παρακείμενο εξαφανίζονταν στα εξ ων συνετέθη.

Ο βραδινός ύπνος ήταν αλλιώς. αποκαμωμένος από το ποδοβολητό της μέρας ένιωθες να βυθίζεσαι σε μία μεγάλη αγκαλιά.

Πέρασαν τα χρόνια η αγκαλιά εκείνη έγινε ανάμνηση.

Απόψε είδα στο όνειρο, πώς σε έναν κήπο φύτρωναν ποδήλατα και πάνω τους λουλούδια σε κλουβιά. Και ύστερα  ξημέρωνα πάνω σε οικογενειακές φωτογραφίες.

Τα σήματα ασθενικά παρόλο πού ο  ουρανός ήταν μεγαλειώδης, δεν έδινε καμία σημασία στη διψασμένη γη και εκείνη έβγαζε το άχτι της πάνω σε ενδιάμεσα σημάδια, που με τη σειρά τους πιστοποιούσαν τον θυμό του ουρανού.

Θυμάμαι τα κέρματα μπαξίσι του μαύρου, στα μάτια των νεκρών και το όρθιο παράστημα, στο όρθιο στημένο φέρετρο στον τοίχο του σπιτιού, δίπλα στην εμπασιά στις φωτογραφίες του Φρεντερίκ Μπουασονά.

Θυμάμαι ακόμα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο Ρητίνη στα νύχια χωμένη όσο πιο βαθιά μπορούσε να χωθεί και ύστερα κιαλλο τσιγάρο.

Στα μάτια μου εμπρός, ο Mansa Musa κατακίτρινος από ίκτερο ή χρυσό δεν ξέρω.

Θυμάμαι όμως πως δεν χαμογελούσε, ίσως να μη χαμογελούν οι βασιλιάδες, ίσως να μην τους επιτρέπετε, ίσως να μην τους πρέπει.

Θυμάμαι όμως ακόμα όταν ενώνονταν  τα σύννεφα είχαμε το αλάτι φυλαχτό, στο στόμα, στο σώμα, στις αναμνήσεις και ας ήταν ιδρωμένα τα πατήματα, να φεύγει ο ήλιος κάθετα, να παραμένει αταλάντευτος, να φεύγει και η μέρα μαζί του, να μοιάζει με φτερούγισμα αποδημητικών πουλιών σε ξένο τόπο.

Θυμάμαι τα ορτύκια στα Στροφάδια που με πήγαινε ο πατέρας ανάμεσα στο ρίξιμο και το σήκωμα του σκυλοπαράγαδου. Τον ίδιο θόρυβο έκαναν και βιαζόταν εκείνος να τελειώσει το τσιγάρο με το νερό στο στόμα.

Είχε στο στόμα του το νερό.

Σήμερα, τώρα, εγώ μόλις προσπέρασα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

Η εργασία στο σεξ είναι εργασία

ΧΩΜΑ ΣΤΗΝ ΜΠΑΝΙΕΡΑ του Φαίδωνα Καστρή