μια παρόλιγον λαμπερή Ανατολή

 


Την γνώρισε μέσα σε ένα μισό ξεχασμένο όνειρο.  Όχι τίποτα σπουδαίο, μα ήταν εκείνο της ζωής του.

Είχε αφήσει ένα υπέροχο πρωινό χαμόγελο να σταθεί στο πρόσωπό της.  Έκανε να μιλήσει μα φτερουγίζαν τα γράμματα στο στόμα της.

Ασύνταχτα, ντροπαλά, χωρίς τάξη.

Είχαν τον ήχο της φωτιάς όταν τα φρύγανα διαιρεί.

Περπάτησαν χέρι-χέρι πέρα από τους  κύκνους.

Μοσχομυρίζαν τα πεσμένα φύλλα.

Φθινοπώριασε.

Πίστευε εκείνος πως το τέλος της ζωής του θα τον βρει ευτυχισμένο.

Μοσχοβολούσαν τούτα τα πεθαμένα ότι και να ναι.

Μα τα πράγματα δεν παίρνουν πάντα το δρόμο που τους δείχνεις και επειδή δεν βλέπεις το κακό δεν σημαίνει πως δεν θα έρθει.

Μικρός ΄΄έκλεβε΄΄ τα παγκάρια  από τα ξωκλήσια, πήγαινε τις δεκαρούλες στου Μπογδάνου, αγόραζε μπογιές και έβαφε τα λουλούδια, ένα προς ένα.

Ύστερα στεκόταν στα ασβεστωμένα και παρακάλαγε το Θεό να βρέξει.

Να τρέξουν τα χρώματα,

Εκείνη είχε ένα περιστέρι να την ακολουθεί στο κατόπι, είτε στο παιχνίδι, είτε το σχολείο,  του είχε  δώσει και όνομα βασιλικό, ποτέ δεν έμαθα το γιατί.

Δεν πρόλαβα να μάθω.

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, έτσι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η καρδιά δεν περιμένει.

Κοιτούσαν και οι δύο πιασμένοι χέρι-χέρι μία δροσιά, μία σταγόνα πού μετεωρίζονταν.

Εκείνη σκεφτόταν πώς τα αστέρια είναι του μελιού, εκτός από τον Ωρίωνα πού είναι κατά δικός της.

Εκείνος, τον θόρυβο που θα κάνε η σταγόνα σαν άγγιζε το χώμα.

Ήξεραν και οι δύο πως τούτες οι σε σταγόνες ρωγμές, ερχόντουσαν από εκεί  πού σκόνταφτε ο ήλιος.

Ο τόπος τριγύρω τους γεμάτος προτερήματα, ζουλάπια και χαζόνταμάρα.

Πέτρες τέσσερα χρόνια μαζεμένες, η μία πάνω στην άλλη σαν βωμός, ώσπου μία πεταλούδα ζωγραφιά, αφτέρουγη, γρουσούζα, αγγίζει εκείνη την πέτρα του Ιουλίου και μετά εκείνη του Αυγούστου και εκείνη γκρεμίζεται καταγής και θρυμματίζεται και υποφέρει.

Όλες ρημάδια μονομιάς.

Να αγαπιούνται αυτοί αλλά κανείς δεν τους βλέπει, μόνο κάτι νυχτωμένα μπλουζ κάθε φορά που κόντευαν στο Θεό, κάνανε κόχες τα σεντόνια στα διπλώματα και μέτραγαν τις γραμμές τους, όπως μετράνε οι τσιγγάνες, εκείνες της ζωής σε ανοιχτή παλάμη.

Δύο θύμησες που μοιάζαν πως δεν θα σβήσουνε ποτέ.

Η πρώτη είναι η νύχτα του λαδιού, η δεύτερη της στάχτης.

 Δεν πρόλαβαν όμως.

Ίσως σε κάποιο παρόν, να ξανανταμώσουνε, αν έτσι το θελήσει, αλλιώς τίποτα, nothing, nada.

- Ρε φίλε την αγαπάς ε;

  Την αγαπάς τη Ζωή

- Μα δεν την έλεγαν Ζωή

- ... 


Γ. Σέξπιρ Σονέτο 116


«Κανένα εμπόδιο να ενωθούν πιστές καρδιές

δεν θα δεχθώ

 Δεν είναι η αγάπη αυτή που αλλάζει με της τύχης

τα γυρίσματα

Και με το κάθε σκούντημα πέφτει και χάνεται.

 

Όχι, είναι σημάδι προαιώνιο

Που ακλόνητο τις τρικυμίες αντικρίζει

 

Του καραβιού που πλανιέται το άστρο

Η αξία του είναι άγνωστη, αν και το ύψος του μπορεί να υπολογιστεί.

 

Δεν είναι η αγάπη παιχνίδι του καιρού

που κυλάει με το κυρτό του το δρεπάνι,

Δεν είναι τριανταφυλλένια μάγουλα και χείλια.

 

Η αγάπη η αληθινή δεν αλλάζει με τις σύντομες ώρες και βδομάδες,

Φτάνει μακριά μέχρι την άκρη της συντέλειας.

 

Αν είναι πλάνη αυτό και μου αποδειχτεί, ούτε τίποτα έχω γράψει στην ζωή

 

Ούτε άνθρωπος έχει ποτέ αγαπήσει»


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές