Ανάμεσα στο ωραίο και τον κόσμο
Κάθε που ξεκίναγε η μέρα τα πάρε δώσε με τους ανθρώπους άνθιζε και το χαμόγελό της.
Κάθε μέρα.
Σαν ξημέρωμα μύριζε.
Ο Γιώργος και αυτός ταγμένος. Καρτέρι.
Ένα γάλα με μπουκιές, καρτέρι κάθε πρωί, θα ξεπροβάλλει...
Ο τόπος τους δεν είχε ηρεμία βουνά. Βουνά, πέτρα στην πέτρα και και έχουν αγριάδα τούτα τα βουνά. Δάση πυκνά ανέφελα τα σωθικά τους.
Πάνε τώρα ίσα με 30 χρόνια που προτοσυναντήθηκαν οι ματιές τους. Τότε δεν ήξεραν και ότι ήταν να μάθουν το έμαθαν αργότερα. Πολύ αργότερα.
Όμως από την πρώτη στιγμή ήξεραν ένα, πως αυτό που θα ...μάθουν το ήθελαν.
Ο Θωμάς κρατούσε το καφενείο του πατέρα του, το βρήκε και εκείνος από το δικό του.
Του Θωμά του άρεσε να λέει ιστορίες, πες το χούι. Όπως όμως και να το πεις, αν δεν ήταν ο Θωμάς, την ιστορία αυτή δεν θα την μάθαινα.
Άσε που από κάτι τέτοιες ιστορίες έμαθε ο Γιώργος τις σκιές και ήταν οι σκιές που τον παρακινεί να προσέξει το φως που προσπερνάει συναισθήματα απανταχού με διεύθυνση και φόρα.
Μία που στον τόπο του δεν φτάνουν τα χαρμόσυνα ο Γιώργος μετά το στρατιωτικό αποφάσισε να μείνει στην πολιτεία. είχε το μεράκι απέκτησε και την τέχνη εν το στρατεύματι και έτσι προέκυψε το επάγγελμα.
Επάγγελμα φωτογράφος
Είχε που είχε την εντύπωση πως οι γιορτές είναι για άλλους κόσμους, στρώθηκε σιγά-σιγά να βλέπει φως.
Δεν ξέχασε όμως εκείνο το πρόσωπο που του χαμογελούσε κάποτε και μεγάλωνε η μέρα.
Στο γυμνάσιο θα ήταν, στάθηκε μπροστά της με ύφος, αγκαλιά τα βιβλία της ημέρας δεμένα με το λάστιχο και της είπε κοιτώντας την στα μάτια:
JACARANDA MIMOSIFOLIA. Aυτό είσαι !
Από σήμερα, θα σε φωνάζω ΔΙΑΚΡΊΘΗΚΑΝ.
Εκείνη έμεινε αποσβολωμένη. Τι να έπαθε το ζαβό σκέφτηκε, δεν έβγαλα όμως τσιμουδιά.
ΙΑΚΑΡΑΝΔΗ ήθελε, ΙΑΚΑΡΑΝΔΗ θα την λένε.
Έτσι κι αλλιώς τόσα ζαβό ήτανε σαν τη σκουριά στη γαρδένια.
Η Ιακαράνδη δεν ήταν σαν τα άλλα άγουρα κορίτσια, εδώ ο στεριανός αέρας ήταν τραχύς και άμα τα μάτια γινόντουσαν μπερδεμένα και υγρά καλό θα ήταν να αβγάταιναν να γινόντουσαν 14, γιατί ο τόπος δεν σήκωνε οχλοβοή.
Έτσι πορεύτηκαν μέχρι που ήρθε η μέρα.
Μέχρι τότε εκείνη ξόδευε τις μέρες της ανάμεσα στις σιωπές και το μαύρο της ψυχής της, τις αγωνίες της και τις σκέψεις της.
Εκείνος θα κινιόταν γύρω από τον ήλιο, θα κοίταζε τον κόσμο σαν θείο δώρο και θα περίμενε.
Όταν ήρθε η μέρα στάθηκε πάλι μπροστά στα μάτια της, ίσο ανάστημα.
Θέλω να ξέρω της είπε, τη βλέπω να αγαπώ. Δεν μπορώ τα σκοτάδια. Ανάμεσα στις μέρες που φοβάσαι εκεί υπάρχω.
Αυτό ήταν μαγεύτηκε για μία φορά ακόμα.
- Να ποτίζεις στην αζαλέα μάνα..., η τελευταία κουβέντα στο χωριό. Ύστερα ίσα με τα τώρα μαζί του στην πόλη.
Έχουνε δύο παιδιά ακόμα είσαι μπόι και εκείνο το τεράστιο χαμόγελο έχει απλωθεί και στους δύο.
- Ξέρεις πότε θα πρέπει να κάνουν έρωτα οι άνθρωποι, τη ρωτάει αγναντεύοντας πέρα και κρατώντας της το χέρι.
Οι άνθρωποι θα έπρεπε να κάνουν έρωτα όταν ποια είναι λέξεις δεν θα υπήρχαν για να περιγράψουν τα συναισθήματα.
Όταν θα ήταν άχρηστες
Τότε τα κορμιά που ξέρουν, αναλαμβάνουν την ευθύνη και θα μιλήσουν.
Το ζήτημα είναι όταν είσαι νέος να έχεις το πλεονέκτημα γιατί ζούμε τη ζωή οριζόντια ενώ εκείνη κάθετα πορεύεται.
Η Ιοκαράνδη χαμογελούσε και έσφιξε τα δυο της χέρια στο χέρι του Γιώργου κοιτώντας πέρα, μακρύτερα από όσο ονειρευόταν.
- Κάποτε με ρώτησες τι είναι φωτογράφος, της είπε
Ο φωτογράφος είναι ο τυχερός, είναι ο ενδιάμεσος και διά μέσου αυτού, ανάμεσα, Πώς να στο πω;
Ανάμεσα στο ωραίο και τον κόσμο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου