ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΛΑΧΤΑΡΑΓΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
1+ ΕΝΑ=
Όταν τα άλλα παιδιά της ηλικίας του πετροβολούσαν τον αέρα, εκείνος έστηνε αυτί, κρέμαγε το σαγόνι και άκουγε τα λόγια των μεγάλων. Ύστερα σπίτι, άνοιγε το μπλε τετράδιο το … «Διεθνές» κι έφτιαχνε ιστορίες. Και τις έκανε πλούσιες τις ιστορίες του. ΄Επαιρνε από τη μία, έβαζε από την άλλη, τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Μια φορά έφτιαξε την «Τραγωδία της σοκολάτας»!!!
Του έφτανε που «πέτυχε» στο περίπτερο μια νεαρά κυρία μεγάλων διαστάσεων να αγοράζει μια αμυγδάλου. Τον έπιασε τρόμος στην εικόνα η κυρία να καταβροχθίζει τη μικρή σκούρα ανυπεράσπιστη απόλαυση.
Στη γειτονιά όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι «ο ρεπόρτερ» και τις πιο πολλές φορές το εννοούσαν.
Ρεπόρτερ δεν έγινε ποτέ. Έγινε ταχυδρομικός διανομέας. Θα μου πεις πως με κάποιο τρόπο πάλι τα νέα διακινούσε. Αν και στις μέρες των e-mail, οι διανομείς δεν έχουν τύχη. Είχε προλάβει τις καλές εποχές, πριν το ίντερνετ. Πόσα χαρμόσυνα είχε μεταφέρει. Καλέσματα για γάμους, αρραβώνες, τα γράμματα των ναυτικών και των στρατευμένων, ακόμα και για έρωτες και κληρονομιές. Θαύμαζε τους φακέλους που διατηρούσαν «καθαρό» το γραμματόσημο. Είχε ιδιαίτερη αξία γι αυτόν το γραμματόσημο, όπως και ο αποστολέας. Όχι τόσο ο παραλήπτης, αλλά ο αποστολέας. Εκείνος ήταν που είχε την …ανάγκη.
Έκανε το μοίρασμα όχι σύμφωνα με τη βολή του, μα κατά πως το όριζε η ανάγκη. Πρώτα οι συντάξεις. Ναι, τις συντάξεις βιαζόταν να τις παραδώσει. Τους ήξερε έναν προς έναν τους συνταξιούχους. Αν είχαν παιδιά, αν υπήρχε περίσσευμα στις ανάγκες τους. Τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα. Ακόμα και το πρόγραμμα του φαγητού ή τα φάρμακα τους ήξερε.
Να σήμερα, Παρασκευή, η κυρία Θάλεια θα φτιάξει φακές, σαλάτα. Στεγνές, με φρέσκο ψιλοκομμένο κρεμμύδι. Μόλις της παρέδωσε το φάκελο. Δασκάλα στα χρόνια της η κυρία Θάλεια.
Μετά ο κύριος Νίκος, ο Γέμπερης, από ένα χωριό των Τρικάλων. Ορεινό, από εκείνα που δεν τα’ χει ούτε ο χάρτης του νομού. Οικοδόμος ο κύριος Νίκος τότε. Σήμερα στα πίσω θυμάται τις μέρες που πέρναγαν δύσκολα, εκείνον τον καιρό που ο φόβος του ενωμοτάρχη ήταν παντού. Τον τιμώρησε η πολιτεία τον κύριο Νίκο. Είχε κάνει στο αντάρτικο, τα άλλα αδέλφια, τρία τον αριθμό, ήταν με τον τακτικό στρατό, μεγαλύτερα. Ρεμπεσκέδες τους ανέβαζε ο κύριος Νίκος, τσανακογλύφτες τους κατέβαζε. Δεν είχε παρτίδες μαζί τους. Είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους από τότε. Είκοσι δύο χρονών τον βρήκε το τέλος του εμφυλίου.
Η σειρά του κύριου Ανδρέα. Τον κύριο Ανδρέα τον βρίσκει πάντα στο καφενείο του Δημήτρη, στην πλατεία, όπως μπαίνεις. Είναι και η ευκαιρία να πιει ένα για να πάνε τα πόδια ύστερα πιο γρήγορα. Ο κυρ Ανδρέας δούλεψε πολλά χρόνια στο Πέραμα, στη ΝΑΥΣΗ, στη Ζώνη. Είχε καλά λεφτά τότε η Ζώνη.
=2
Δεν θα γνωριστούν ποτέ. Δεν θα ανταμώσουν. Τώρα τους χώριζε ένα τραπέζι δρόμος. Μέρες Χριστουγέννων στο ΄΄Mykonos Restaurant΄΄ στις χιονισμένες Βρυξέλες, να πίνουν κρύα μπύρα του λίτρου και για μεζέ, τις αναμνήσεις της επαρχίας της ζωής τους, στην επαρχία της Ευρώπης.
Χρόνια τώρα, κοντά η μισή του ζωή, να προχωράει με άλλοθι. Να μεταφέρει τα «νέα».
Δεν ήταν γιατρουδάκος σε ένα ελάχιστο νησί, ούτε δάσκαλος στη παραμεθόριο, σε σχολείο με δυο τρεις μαθητές, με έναν.
Τα γεγονότα των άλλων και αυτός κισσός και όσο ο κισσός αναρριχάται, τόσο η καριέρα βελτιώνεται με εύσημα, με μπράβο, θαυμασμό, δανεισμό, βραβεία να δείξεις. Aυτός ήταν εκεί!!! Αυτός είδε. Αυτός ξέρει.
Αυτός…
Τίποτα που να έφτιαξε.
Πόσα μάτια ξόδεψε, πόσες λέξεις άργησε να μάθει. Τώρα ξεχνάει πού και πού. Έτσι τυραννιέται λιγότερο. Ψαλίδι, πέτρα, χαρτί και κάπως έτσι στα χαρακώματα. Δια βίου στις στενεμένες από τους σταυρούς θάλασσες, μα για καλή του τύχη τον γυρόφερνε στάμπα.
Ο Σταυρός του Νότου τον οδηγούσε και ας μη το ήξερε τότε. Τον συνάντησε πολλές φορές στη ζωή που θα ερχόταν. Στην πραγματική ζωή, σε εκείνη που μπλέκει τους κύκλους, που αφήνει σημάδια βερεσέ στα καλοκαιρινά ανήλιαγα βήματα και κείνα να σχηματίζουν τους δρόμους τους νέους, την κάθε φορά. Μια ζωή, μισή ζωή με άλλοθι. Να μεταφέρει τα νέα των άλλων.
Θυμάται ακόμη τις λυγαριές. Εκείνες τις λυγαριές του παππού του, του Μπαρμπαγιάννη του «Νεύτη» να τον τραβάει τα απογεύματα μέχρι το καφενείο του Μπολιάρη στην αγορά, να του χαρίζει το λουκουμάκι του καφέ και μετά να τον στέλνει ''πακέτο΄΄ στη φιλαρμονική που ήταν στον από κάτω δρόμο.
Λεκέδες ή πληγές που δύσκολα ξεχωρίζεις και τα όνειρα, μια που δεν έχουν σχήμα, ούτε αυτοπεποίθηση, ούτε κατανόηση.
Νιώθει να πορεύτηκε με εκείνους τους …άλλους και να τους χρωστάει μέχρι την κλειδωμένη πόρτα. Ίσα με τα σήμερα.
Δεν μπλόφαρε ποτέ, στάθηκε ακίνητος εξ αιτίας εκείνων των άλλων και της καθαρότητας των ματιών που παρήγαγαν τα γεγονότα, χωρίς προσδιορισμό, μόνο μια αττική σύνταξη να θυμίζει πού και πού πως μπορεί να υπάρχει και κάτι ακόμα, πέρα από τις εποχές.
Σκέφτεται πολύ συχνά τους θεούς που μας έμαθαν, σώνει και καλά πως είναι σπουδαίοι, γι αυτό άλλωστε ήταν και θεοί. Αναρωτιέται, τι σόι θεός μπορεί να είναι και παίρνει τα χούγια των ανθρώπων, το πρόσωπο τους, το φαί τους, τη ζωή τους.
Τώρα ήρθε ο καιρός και άφησε πίσω του τα γεγονότα των άλλων. Άλλωστε οι άλλοι δεν τον χρειάζονται πια. Έφτιαξαν δική τους γνώμη. Τώρα βγάζει τα ρούχα του στο φως, εκείνο το φως των σκονισμένων ουρανών και στρέφει προς τα εκεί τα νύχια του, ερήμην θεών κι ανθρώπων.
Ο+1 διακοπές, απωθημένο. Να κάνει Χριστούγεννα στην Ευρώπη.
Ο+ΕΝΑ για δουλειές στο Ευρωκοινοβούλιο Χριστουγεννιάτικα.
=2 η μοναξιά αντίτιμο σε μια ζωή παράλληλη, σαν ιστορία. Σαν σενάριο, στη μοναδικότητα των αριθμών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου