τωρα σιωπες παντου
Δυο λόφοι παρατατικοί, τους κοιτάζω ώρα, με όσο φως έχει απομείνει. Οι καλοκαιρινές οι προσμονές, του φθινοπώρου αντάρα, που λένε. Ο ένας μικρός, τον αφήνω στην ...ησυχία του, μοιάζει να είναι ντροπαλός, σαν παράπονο της νύχτας. Ο άλλος, ο μεγαλύτερος, μοιάζει με Κάσμπα που γύρω γύρω την αγκαλιάζει η θάλασσα, μα θάλασσα εδώ δεν υπάρχει. Σιωπή.
Σιωπή σαν θάλασσα και το φως τι να σου κάνει;
Τι να προτοκρύψει, αν το φως μπορεί κάτι να κρύψει.
Πέρασαν κουρσάροι αιμοχαρείς, κούρσεψαν τα πάντα, μαζί και τα παιδικές φωνές. Γινόταν χαμός από φωνές παιδιών εδώ, τώρα μόνο σιωπή. Κακό πράμα ο άνθρωπος. Τέρας που περπατάει, που μιλάει, που κρύβετε σε πρόσωπα.
Πώς είναι το όνειρο;
Να στέκεις γυμνός στο προσκύνημα, να εύχεσαι, να ελπίζεις, μέρες, νύχτες, να σταματήσει το κακό, να ρίξει έστω μια βροχή, να την δαμάσει.
Να σου δίνει, να σε κρατάει ζωντανό και εσύ να την σκοτώνεις, ζωή για την ζωή σου, θλιμμένες οι μέρες των γερόντων, που στο φευγιό της ζήσης τους, πρόσφυγες στον τόπο τους, βολοδέρνουν και δεν έχουν πια αναμνήσεις να διηγηθούν.
Έτσι κοντεύουμε την μέρα που η Julunggul *, θα μας πάρει και θα μας σηκώσει.
* Julunggul / το μοχθηρό θηλυκό ερπετό του ουράνιου τόξου, σύμφωνα με την μυθολογία των Αβορίγινων της Αυστραλίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου