ΑΣΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ ΕΓΩ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ



Μπροστά μου ακριβής ορθώνεται η πόρτα και δεξιά όπως την κόβω, ένα

μούλικο παράθυρο με φως, μέσα έξω να πηγαινοέρχεται.

Σαν ταξίδι αλέ ρετούρ.

Εσένα;

-Με κάνεις να μην θέλω να θυμάμαι, λησμονώ τα δοσμένα και τις νύχτες

ανταριάζομαι...

Εσένα φυσικά σε θυμάμαι.

Τα μάτια σου προσευχητάρι, υλική μα ευκολόπιστη.

Θυμάμαι που καραμέλωνες τα δέντρα τις νύχτες που είχε χιόνι. 

Φυσικά θυμάμαι.

Σου άρεσε ο Ρεμπό και ο Καζαντζάκης.

Σου άρεσε να με κοιτάς που έσκαβα βαθιά τον ουρανό και κάθε που κιότευα

μου’ φερνες δαχτυλίδια σε ποτήρι παγωμένο.

Ήσουν ευκολόπιστη όμως.

Τέσσερις νύχτες σε ανάσες, την πρώτη φορά που γλυκοχάραξε χαμόγελο

λούνα παρκ.

Μετά η τρέλα. 

Μεθυσμένα βήματα να φράζουν όλους τους δρόμους.

Οι Άγιοι να κάνουν θαύματα την κατάλληλη ώρα, εκείνη που εσύ πόναγες, μα που 

αγαπάς τη θάλασσα όταν λυσσομανά.

Περιστρεφόμενο οικόπεδο σε γειτονιά που χάθηκε, ναι, ε και;

Εγώ από την άλλη μήνες τώρα αγιάτρευτος, παιδεμένος, αιμόφυρτος,

περιστρέφομαι σαν να υπάρχω.

-Λοιπόν, έχουμε και λέμε, ένα σκυλί πατάει στα άσπρα.

Ο ιδρώτας φωτίζει τη βροχή κι εκείνη ανταποδίδει.

Τα πόδια αντιστέκονται στην ανηφόρα, μουλαρώνουν και στυλώνονται.

Νυν και αεί, σχεδόν.

Το όπιο να κυλάει από φλέβα σε φλέβα, σαν ποτάμι και να παρασύρει στο

διάβα του κάθε ανθρώπινο φόβο.

Του κόσμου τούτου, περασιά να μπερδεύω τις πόρτες και έτσι καλόπαθα στα

δεν και στα όχι.

Μυξομεγάλωσα στη θάλασσα και χώριζα τον ήλιο από τη νύχτα με ένα χάδι.

Λύπες ανεβαίνουν στα μαλλιά μου, που ρίζες έχουν σαν αυτά που τρέφονται

με λιπάσματα.

Ούτε καν βιολογικά, τα χαμερπή.

Εκείνοι που γυμνάζουν τα γεράκια, έχουν ακόμα χρώματα μπερδεμένα στα

μαλλιά τους.

Γι αυτό ταξιδεύω στα άστρα, σε κάθε νεκροφίλημα.

Φτερουγίζει η νύχτα μπρος στα μάτια μου και οι αστραπές στα «κόκκινα» οι

ήχοι τους. Στάση πρώτη. Οι νύχτες ετούτες, μήνες τώρα αιμόφυρτο με

αφήνουν και πολυτραυματία.

Ένας θίασος μπουλούκι, χωρίς κοινό, χωρίς σκηνή.

Ένα δωμάτιο πίσω από τα μάτια.

Υγρασία.

Μία καρέκλα φως.

Ιδρώτας.

Ανάκριση.

Να βάλω τις ανάσες στη σειρά και ανακούρκουδα και μετά να σε αφήσω να με

οδηγήσεις εκεί που η άπνοια είναι σε λήθαργο.

Μπερδεύεσαι. Το παράθυρο είναι προς τα εκεί που ακούγονται οι φωνές, εδώ

είναι το κρεβάτι.

Από κάπου, κάπως ήρθες. Μου θύμισες τότε που αγόραζα βιβλία ποιητών,

έκοβα τις σελίδες και τις έδινα στον αέρα. Εκείνος ήξερε πάντα τι να τις κάνει.

Πιστεύω πως το λευκό στο αντάμωμα του Μάρτη ζωντανεύει. Παίρνει μορφή

και περιφέρεται ασκόπως. Ίσα χώρο να πιάνει. Όπως τα γενέθλια. Μάρτη κι

αυτά.

Εγώ να τρέφομαι με λήθη και συγνώμες. Αφήνω τώρα πια τα κορδόνια από

τα παπούτσια μου ξέλυτα και αφήνουν ίχνη. Κανείς δεν μου παίρνει τώρα πια

τα κορδόνια.

Είναι όμως ύπουλος ο καιρός και μου περονιάζει τα κόκαλα. Ανασταίνομαι και

αντιστέκομαι.

Η Αμοργός να κυκλοφορεί παράνομα από χέρι σε χέρι και εγώ να φυλάω

τσίλιες στα μπουγάζια. Να ρίχνω ματιές στα κλεφτά, να σφυρίζω δήθεν

αδιάφορα σαν κάτι να περιμένω.

Δίπλα μου οι άλλοι. Να ξαπλώνουν σε δωμάτια με ζωηρά χρώματα, να

αποφεύγουν το λυκαυγές και να κρύβονται επιμελώς από τα περίεργα

βλέμματα, έχοντας τις πόρτες ανοιχτές.

Να ακούνε φόλκ και να ερωτεύονται ανά δεκάλεπτο με έναν ερωτισμό

ηλεκτρικό και ωμό.

Εγώ να συνεχίζω να φυλάω τσίλιες στα μπουγάζια.

Ο χρόνος λέει, διατηρεί τα μάρμαρα και προστατεύει τους ανθρώπους από τα

δεινά.

Ο χρόνος λέει, στις πέτρινες νύχτες ρίχνει φως και μπερδεύει τους

λογάριθμους.

Ο χρόνος λέει, είναι γιατρός, μα αν ο χρόνος είναι η αρρώστια;

Ο χρόνος λέει…

Μετράς τη ζωή με ξόβεργες. Άνθρωποι πολιορκούν ανθρώπους και τους

χειμώνες χαριεντίζονται, κάνουν παιδιά και λένε με περίσσια ευχαρίστηση τα

κατορθώματα τους. Το άλλο πρωί μετρούν τα χελιδόνια που δεν ήρθαν.

Σχήμα οξύμωρο, άνθρωπος και ευτυχία. Όμως υπάρχουν κάτι πουλιά που

ακόμα και σε συνθήκες αιχμαλωσίας, ερωτεύονται!

Θα πάω να σκαλώσω στα ριζά.

Με σημάδεψαν όλα τα πετάγματα.

Όταν θυμώνεις, οι λέξεις σχηματίζονται εντός σου, παύεις να είσαι το

κοριτσάκι της θάλασσας και με το φως να περιστρέφεται αρχίζεις να μοιάζεις

περισσότερο με την Φρέγια, τη θεά της ομορφιάς των Γερμανών.

Σκεφτόμουν το πρόσωπο σου, τις κινήσεις των χεριών σου, το πως

περπατούσες.

Ανάμεσα στα βήματα μου μικρές πράσινες εντάσεις. Μικρές. Μικρότερες από

αναπνοή. Η Κηφισίας έμενε πίσω μου και στις τετράγωνες πλάκες του

δρόμου, άφηνα τις σκέψεις μου σημάδια σαν τον κοντορεβιθούλη. Άφηνα

σημάδια να μην χαθώ. Τότε ήταν που πρόσεξα αυτά τα μικρά πράσινα

χορταράκια. Εκείνες τις χλόες που είναι ενάντια στην ευθυγράμμιση, έξω από

γεωμετρίες, που αντιστέκονται στην κανονικότητα του αστικού τοπίου. Εκείνα

τα στριφάδια που θυμίζουν «αντάρτες πόλης». Βρίσκουν τόπο στο ελάχιστο,

στήνουν ρίζες και υπόσταση, δεν νοιάζονται αν βραχούν, δεν σκοτίζονται για

την κάψα του ήλιου. Δεν «πέφτουν» τα μούτρα τους ακόμα και εάν τα

πατήσεις. Αυτά εκεί θα είναι και όταν εσύ θα έχεις φύγει. Στον σκασμένο

σοβά, στη ρυτίδα του τοίχου, στο σπασμένο πλακάκι. Στο χαμόγελο που

ξέφυγε νωρίς. Στην επιθυμία.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που φιληθήκαμε, δευτερόλεπτα κράτησε, αιώνας

ήταν εκείνη η πρώτη φορά. Γύρω όλα ανθισμένα, ένας ήλιος ζωηρός και

αδιάκριτος, τρύπωνε παντού. Περιμέναμε όχι άδικα το ουράνιο τόξο να

συμπέσει με τους δρομείς. Αυταπόδεικτο και σαφές.

Μα όταν θυμώνεις, γίνεσαι σαν το «ρολόι» που κόβαμε πιτσιρίκια από τους

φράχτες και το ρουφούσαμε έως ότου χανόταν και το τελευταίο μέλι.

Σαχάρα, ξέρεις εσύ...

Σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών σου, ψηλώνεις, σουφρώνεις τα χείλη και

άγεσαι και φέρεσαι, σε άλλον θα στράβωνα αλλά σε εσένα μου αρέσει.

Και τώρα που προσέχω τούτα τα ατίθασα χαμολόγια με τις επιτάφιες νίκες,

σκέφτομαι εσένα και τις χάρες σου και λες και είσαι ουρανοσκέπαστη και τόσα

πολλά κατάφερες.

Nα μην ξεχάσω μόνο βαφή για τα μαλλιά κόκκινη, για τα τριαντάφυλλα να

πάρω...

Χάνομαι με δική μου επιλογή και δική μου ευθύνη στη σιωπή και στις

δοξασίες ενός χώρου αδιέξοδου, χωρίς φως, όπου οι θεοί δεν έχουν καμία

δουλειά και καμία υπόσταση.

Εδώ που το σώμα γίνεται δρόμος για άπειρα λάθη, για οράματα, για

μαγγανείες και δείγματα ευτυχίας.

Για μεθυσμένους έρωτες αλλά ποτέ για όνειρα.

Αν οι ικέτες έχουν κάνει σωστά την δουλειά τους με ευθύνη και μεγαλοψυχία,

τότε έχω ελπίδα κάποια από τα κύματα τις πρωινές ώρες να έρθουν στη

σειρά, σαν λέξεις προσευχής και να ξεπλύνουν τις πληγές.

Αν όχι, τότε σταγόνες από μάτια πυρακτωμένα μετά το τρακάρισμα θα

κολυμπούν μέσα μου, σε μια ατέρμονη προσπάθεια να με δροσίσουν. Μα όλο

και περισσότερο θα με καίνε. Το κορμί θα γεμίσει δρωτσίλες, θα ακούω φωνές

και η γεύση από τα σταφύλια των χειλιών σου θα στέκει αμέτοχη δίπλα σε μια

ομορφιά παρείσακτη και αμειβόμενη.

Εγκεφαλική ρηγμάτωση, εγκάρσια μέσα μου και έξω ένα κρύο να σε

διαπερνάει σαν καυτό σίδερο.

Δεν υπάρχουν δάφνες να σου φέρω.

Μαράθηκαν.

Ούτε τιμές βασιλιά θέλω να σου αποδώσω. Ποτέ μου δεν συμπάθησα τους

βασιλιάδες, ούτε καν νεκρούς.

Να μην ξεχάσω μόνο βαφή για τα μαλλιά κόκκινη, για τα τριαντάφυλλα να

πάρω.

Να θυμηθώ, να μην ξεχάσω, να προσθέσω κι άλλες τρύπες στα χέρια μου να

χωράνε περισσότερα καρφιά.

Τελειώνουν σιγά σιγά τα γράμματα και ξεβάφουν οι λέξεις.

Ότι περισσεύει από εσένα, το μαζεύω και το βάζω σε κορνίζα.

Εσένα…

…Μα εσένα φυσικά και σε θυμάμαι.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές