ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
Κράτησε τα τείχη όρθια, μα κυρίως ανοιχτά. Τους θορύβους
και αυτούς έξω τους κράτησε. Στάθηκε σαν θεριό, ανάμεσα σε εχθρούς και φίλους,
γύρισε το κεφάλι και προς τις δυο μεριές. Μέτρησε τον αέρα, τον ζύγιασε και με
δίκαιο τα προσδοκώμενα, έκανε Την κίνηση!
Νικητής και τροπαιοφόρος πέρα από τις κατάντιες βγήκε, άγιος
σχεδόν. Αμόλυντος, νικητής.
Όταν έκατσε η σκόνη, τον σήκωσαν στα χέρια, ψηλά.
Ζητωκραύγασαν, έφτιαξαν ύμνους και ήπιαν κρασί στην υγειά του. Χαμογέλασε μια
στιγμή. Μια στιγμή μόνο και όταν δεν τον κοιτούσε κανείς. Ύστερα ζώστηκε πάλι
τα χρειαζούμενα και έριξε τα μάτια στην πόρτα. Στη νύχτα. Στο έξω.
Ώρα πολύ αργότερα, όταν άρχισαν να τον φτάνουν στη φτέρνα
τα αγκομαχητά από τις ψυχές που είχε πάρει, εκεί που τον ζύγωναν τα ορφανά,
τότε μόνο βιάστηκε. Έκανε σαν αγέρας μπρος και χάθηκε στην καταχνιά. Έμειναν
πίσω όλοι. Πολεμιστές, παρθένες, δένδρα και λουλούδια, ψάρια των ποταμών,
λεβεντάκια αμούστακα. Όλοι ανάκατα κοιτούσαν ότι προλάβαιναν από εκείνον και τη
ζήση του να δουν.
Τι να καταλάβουν από το αίμα που στόμωνε το μαχαίρι, πού η
πέτρα έφτανε στο δόξα πατρί ή πού με τόση τρυφερότητα τραβούσε το χαλινάρι και
το άτι γονάτιζε εμπρός του.
Και ήταν και εκείνη η Σούρδα που τον λαχταρούσε και
ονειρευόταν πως τον αντάμωνε εκεί στα υφασμένα του ποταμιού.
Μα πού;;;
Εκείνος πολεμιστής γυρνούσε. Ασσασίνο τον φωνάζανε, όσοι
δεν ήξεραν. Μα εκείνος ούτε φαμίλια μακέλεψε, ούτε ορφανά έβαλε σε σειρά.
Εκείνος…
Εκείνος μόνο όσους από όνομα βασάνιζαν, μόνο αυτούς είχε
βαλθεί να ξεπαστρέψει. Τους αφεντάδες, τους κυβερνώντες, α και τους παπάδες!
Έτυχε μια νύχτα να ήμουν εκεί στα Μεστά, στη Γρανάδα, στο
καπηλειό του Μιγκουέλ, θυμάμαι που ο νάνος τον ρώτησε, πώς γίνεται στο χέρι του
το δέρμα να είναι ένα και εκείνος χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε πως είναι από
τα σημάδια των καιρών και από το σμίξιμο του σπαθιού. Ατσάλι και δέρμα, ένα!!!
Τα έφερε ο καιρός που’ χει γυρίσματα και η Σούρδα του έκανε
παιδιά. Λογίκεψε κάπως. Κιότεψε λέγαν οι ευεργετημένοι, μα δεν κάτεχαν πως ο
γονιός, ο πιο σκληρός πολεμιστής, πιο σκληρός και από τον βάρβαρο λογίζεται.
Δεν ήξεραν πως και από τα πριν, πιο πολύ τη ζωή λαχταρούσε. Τώρα πατέρας
στέκει.
Πώς τον άλλαξε τόσο το μέλι της γυναίκας. Σκέψεις δικιές
του, δένδρα καρποφόρα, χωράφι, βιός. Σαν να ξεμωράθηκε ο χρόνος και να αναζητά
την καλοπέραση της ζήσης.
σπΤ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου