΄΄ αλκοολικές νύχτες σε λιβάδια θεοσκότεινα ΄΄
Η ζέστη σταθερή και ετοιμοπαράδοτη, αριστερά από την καρδιά χαμηλότερα και δεδομένη. Εμπρός μου μια πόρτα μισάνοιχτη και μετά της, ένας διάδρομος έρημος μα ηλιοφώτιστος, οδηγεί σε τοίχο.
Σχεδόν αριστερά μου, άλλη πόρτα. Κλειστή. Αμπαρωμένη. Από τώρα και στο εξής, θα μετράω την σιωπή με τις μέρες. Σαν θαλαμοφύλακας σε εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο. Θα περιφέρομαι σαν ερτζιανό, νυχθημερόν στα βραχέα. Δεν θα αντιστέκομαι, δεν θα ονειρεύομαι.
Η πόρτα αριστερά μου, εκείνη η σφαλισμένη, έχει μια σκάλα εμπρός της και την μέρα ολόκληρη. Την βλέπω από το παράθυρο. Εκείνο το παράθυρο που έκλεισα με χαρτόνια, για να απαγορεύσω στο φως να μπαίνει όποτε του κάνει κέφι.
Να μην μπαίνει το φως ή για να μην με βλέπουν οι απέναντι, όταν εγώ δεν θα βλέπω τίποτα, αφού τα όνειρα πια, δεν είναι μια προσφιλής για εμένα δραστηριότητα. Δεύτερη μέρα που γύρισα την πλάτη μου στο μέλλον. Ψέματα. Περισσότερες είναι. Μα τι σημασία έχει ο χρόνος, αφού ούτε δικός μου είναι, έχω απεμπολήσει προ πολλού κάθε έννοια ιδιοκτησίας, ούτε να τον συμμερίζομαι ξέρω.
Δύο πόρτες σε εμένα και δεν ενδιαφέρομαι να διαλέξω καμία. Κάτι χαβαλέδες πρόσωπα ανισόρροπα, έρχονται τις νύχτες φτιασιδωμένα και με περιγελούν. Στέκουν δήθεν αδιάφορα στις γωνίες και περιμένουν πότε θα ξεμυτίσω. Μα τα ανόητα, δεν γνωρίζουν πως τώρα πια φοβάμαι το σκοτάδι και δύσκολα τις νύχτες ζωντανεύω. Παραμένω εντός μου, σαν σημάδι ανεξίτηλο, σαν πληγή κακοφορμισμένη, δικιά μου. Σαν αίμα σε λευκό.
Να μην χαρίζει το χρώμα, ούτε σχέδια να παράγει. Να παραμένω εντός μου σαν κατακάθι σε φλιτζάνι του καφέ που έχει μέσα κάρδαμο. Μια προσευχή με διαρκή νηστεία.
Στο είπα. Μετά το τέλος τίποτα. Η δική σου μοναξία, τρόμαξε από την δική μου.
Ακούω θόρυβο στις σκάλες. Το mail μου κενό, το τηλέφωνο και αυτό κενό να αιωρείται ανυπεράσπιστο μέσα στην σιωπή, να παίρνει υπόσταση και πρόσωπο. Να του δίνω ζωή και να κρέμομαι από αυτό.
Μάταια.
Ακούω θόρυβο στις σκάλες και καρφώνω τα μάτια στο φως. Ότι και να είναι, λέω, με το φως κόντρα θα το δω. Στο φως όλα είναι ορατά. Ψέματα. Στο φως κρύβονται όλα όσα νιώθουμε. Στο φως τυφλωνόμαστε...
Από φως τυφλώθηκα εκείνο το βράδυ της βροχής. Δεν το σχεδίασα, το χρειαζόμουν, μα δεν το δημιούργησα. Το χρειαζόμουν, μα δεν το προστάτεψα. Το χρειαζόμουν μα το έχασα.
Το φρόντισα όπως ήξερα, μα δεν ήταν αρκετό.
Μάταια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου