απόψε που μίλησα μαζίσου

Ἐμακρύνθην ἀπό Σοῦ. Ἐπλήγωσα τήν Ἀγαθότητα καί τήν Ἀγάπην Σου. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου. Πάσας τάς ἀνομίας διέπραξα. Ὅλος κεῖμαι στερημένος πάσης ἀρετῆς καί ὑγείας ψυχικῆς καί σωματικῆς. Τό σῶμα μου ἠσθένησε. Στους μήνες τους βουβούς των Λαπώνων, φύτεψα όλα τα κόκκινα λουλούδια που είχα διαλέξει. Τότε ήταν που σου χαμογέλασα πρώτη φορά. Όλα είναι μια τεράστια στιγμή, όσο και να κρατήσει. Ἡ ψυχή ἐκακώθη. Τό πνεῦμα ἀδυνατεῖ. Ἡ βούλησις ἐξετράπη. Τά πάντα συμπνίγονται καί πάσχουν ἐντός μου. Κατέβην ἕως «Ἅδου κατωτάτου». Λύτρωσαί με ἀπό τόν ψυχικόν πνιγμόν τόν ὁδυνηρόν καί τό βάρος τῆς καρδίας τό καταθλίβον με δικαίως. Η βεβαιότητα του θανάτου, το βάρος της απώλειας και η συνειδητοποίηση μιας κάποιας ματαιότητας, είναι στοιχεία σημαντικά που προσμετρώνται. Όλα τα άλλα είναι τόπος χλοερός, στις παρυφές της ουτοπίας, μέχρι που ένα μανιάτικο μοιρολόι έφτασε στα αυτιά μου, σαν βροχή και ήταν αυτό που πιστοποιούσε του λόγου το αληθές. Πάσας τάς ἁμαρτίας διέπραξα. Αὗτα...